Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

Αντί πινακίου φακής



Η ζωή κάνει κύκλους, ναι, αλλά κάνει και τρίγωνα, τετράγωνα και ρόμβους. Βεβαίως. Το σχήμα που παίρνει καμιά φορά βέβαια αλλάζει μορφή από τη γωνία που το κοιτάς. Από ψηλά συνήθως φαίνεται στρογγυλό. Δηλαδή κάπως έτσι: εσύ μένεις στο πεζούλι και κρατάς ένα σπάγγο τυλιγμένο και καθώς κρατάς το κουβάρι στα χέρια σου, εγώ παίρνω την άκρη του σπάγγου και πάω μακριά πολύ μακριά μέχρι εκεί που φτάνει το σκοινί να τεντώσει, μόλις τεντώσει ξεκινάω τη βόλτα και πάω, πάω, πάω κρατώντας το σπάγγο στα χέρια μου και μετά από πολύ καιρό κάποια στιγμή ξαναφτάνω απέναντί σου στο πεζουλάκι. Εσύ τώρα όλη αυτή την ώρα που εγώ έκανα τη βόλτα μου με το σπάγγο στο χέρι μπορείς να μασουλήσεις σπόρια καθώς με περιμένεις, να παρατηρήσεις τις γάτες που γλείφονται ή να δέσεις την άκρη του σπάγγου στο κάγκελο, να πας να κάνεις τις δουλειές σου και να ξαναγυρίσεις να δεις, επέστρεψα ή όχι; Καμιά φορά συμβαίνει, εμένα μου χει τύχει ας πούμε, να επιστρέψω και να μη βρω κανέναν να με περιμένει. Τότε, κάνω ακόμα ένα κύκλο. Αυτό εννοούν λοιπόν.  Οι άνθρωποι βρίσκονται και ξαναβρίσκονται αλλά πάντα αλλαγμένοι. Τώρα για τα τρίγωνα και τα τετράγωνα είναι μια άλλη πικρή ιστορία. Είναι μερικοί που έχουν ας πούμε τη μάνα τους πάντα εκεί παραδίπλα να ξεδιαλέγει τις φακές μη βρει καμια πετρούλα, εκεί το σχήμα χαλάει, δεν είναι στρογγυλό, δεν γίνεται να είναι στρογγυλό γιατί είναι αυτή η μάνα εκεί με το πιάτο με τις φακές και μπλέκεται ο σπάγγος κουβάρι στα πόδια της και μπερδεύονται όλα και μπορεί να περάσει ο άλλος από μπροστά σου και να μην τον καταλάβεις γιατί το σχήμα είναι μπερδεμένο και δεν βλέπεις, (δεν μπορείς να δείς!) ότι ο σπάγγος που κρατάει αυτός που περνάει είναι από το δικό σου κουβάρι! Πολύ μπερδεμένο σου λέω. Εκεί βέβαια μπορείς να πεις –ευγενικά πάντα – στη μάνα. «Μητέρα, μήπως να ξεκουραζόσουν λίγο, από το πρωί με τη φακή, έχεις βγάλει τα μάτια σου, περιμένω κι ένα φίλο από ώρα σε ώρα, μη σε ενοχλήσουμε φοβάμαι άμα έλθει και πιάσουμε να τα πούμε». Αυτή τότε μπορεί να σηκωθεί φουρκισμένη και να σου αδειάσει τη γωνιά  μουρμουρίζοντας κοινοτυπίες τύπου «ο,τι βρέξει ας κατεβάσει» ή κάτι αντίστοιχα ακαταλαβίστικό και αόριστο. 

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Ο Ομπάμα ή αλλιώς, το ξενάκι




Ο Ομπάμα ή αλλιώς, το ξενάκι 
(απόψε μαυρομάτα μου, σου χάρισα τα νιάτα μου)



Χτες την ώρα που ήταν ο Ομπάμα (ο Μπάρακ, ναι) στο Προεδρικό Μέγαρο και περίμενε να τον τραπεζώσουν ενώ εγώ ήμουν αραχτή στον καναπέ μου και συνομιλούσα με το αναμμένο τζάκι μου, χτύπησε εκνευρισμένα το τηλέφωνο. Ηταν η Λ. φουριόζα, ούτε γεια δεν πρόλαβα να πω, μου λεει καλά ο Ομπάμα πρέπει να χει βαρεθεί του θανάτου μ΄αυτούς εκεί, τί να πουν, δεν αφήνουν και τον Καμμένο να πάει από δίπλα που είναι λίγο μπόζο, να πει κανα καλαμπούρι να περάσει η ώρα. Πραγματικά, συνεχίζει, νοιώθω ότι οφείλω να πάω στο Μέγαρο να τον διασκεδάσω λίγο τον άνθρωπο, Είμαι σίγουρη ότι το βράδυ που θα μιλήσει με τη Μισέλ θα της πει: "Πωωω καλά βαρέθηκα ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ σημερα.." και πού το σκέφτηκαν αυτό με την παιδική χορωδία να τραγουδάει Θεοδωράκη, δηλαδή πιο βαρετή δραστηριότητα δεν θα μπορούσαν να σκεφτούν; Κάτσε βρε παιδί μου, αντιλέγω, τι να κάνανε οι άνθρωποι; Φαντάζομαι, ότι όλα αυτά τα επίσημα δείπνα έιναι βαρετά λίγο, πολύ.. Το θέμα, μου απαντάει, είναι να πάρει μυρωδιά ο άνθρωπος του τί γίνεται πώς περνάμε, τι συμβαίνει, όχι τώρα εκεί με τους καρδινάλιους και τα δεκαοχτώ μαχαιροπήρουνα. Σκέφτηκα λοιπόν, να μου τον δίνανε το Μπάρακ για ένα σαββατοκύριακο να τον κατέβαζα κάτω στο χτήμα (ναι με ¨χ") στο χωριό να του κάναμε ένα τραπέζωμα από τα κλασικά, εκείνα του Δεκαπεντάυγουστου με το κατσικι στη σουβλα, τις πατατες τις τηγανητες της θείας της Νίτσας και τα τηγανόψωμα της θείας της Κικής, το θείο μου το Θανάση τον πρώην βουλευτή με το εγκεφαλικό και τη Θεία μου τη Γιαννούλα που έχει αφαιρέσει χειρουργικα ενάμισυ κιλο από κάθε βυζί γιατί η τιράντα του σουτιέν της στράβωνε την κλείδα. Θα πίναμε, θα τρώγαμε, θα τραγουδούσαμε όλοι μαζί την Παπαλάμπραινα -η μάνα μου με τα μάτια γυαλισμένα και το κεφάλι γερμένο πίσω και μετά θα του την έπεφτε ο πατέρας μου μεθυσμένα και παλαιοπασοκικά, όπως πριν από δέκα καλοκαίρια έκανε σε εκείνη τη δόλια την ιρλανδοαμερικάνα αρραβωνιαστικιά του Δημητράκη: "Πες του, άκου τι θα του πεις, πες του ΦΟΝΙΑΔΕΣ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ, του το πες; ΕΟΚ ΚΑΙ ΝΑΤΟ ΤΟ ΙΔΙΟ ΣΥΝΔΙ-ΚΑΤΟ, αυτό να του πεις". Θα βάζαμε μπρος και την κορόλα του θείου μου, θα ανάβαμε το ραδιόφωνο, θα πιάναμε δυο δημοτικά, θα χορεύαμε, θα κλαίγανε οι μεγάλοι αγκαλιασμένοι για την αδερφή του πατέρα μου που πέθανε μόνη της στα ξένα από καρκίνο και την επόμενη μέρα θα συνεχίζαμε σαν να μην έχει συμβεί τίποτα από όλα αυτά.*
https://www.youtube.com/watch?v=51jZ7wMHfpo

*Αφιερωμένο στον Κώστα, τον πιο πιστό απ' τους πιστούς. 

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Ο προφήτης και το κουλούρι (ή αλλιώς αναζητώντας απεγνωσμένα οιωνούς)



Μια παλιά συνήθεια που δεν μπορεί να κοπεί είναι η αναζήτηση βαθύτερου προγνωστικού μηνύματος από το υπερπέραν στο πρόσωπο του κουλουρτζή που μου πουλάει το πρωινό κουλούρι της ημέρας που φέρνει σημαντικά νέα. Η επιλογή του κουλουρτζή δεν είναι βεβαίως τυχαία αλλά αποτέλεσμα ενδελεχούς μελέτης και έρευνας η οποία έχει συνεκτιμήσει τη φρεσκότητα παύλα τραγανότητα του κουλουριού και την αύρα του εκάστοτε κουλουρτζή που το προσφέρει προς πώληση.  Το μήνυμα είναι σχεδόν νομοτελειακό και συνοψίζεται στο εξής: πώς είναι δυνατόν η σημερινή μέρα να πάει στραβά και να φέρει κακά μαντάτα όταν το κουλούρι είναι τόσο φρέσκο και τραγανό και ο κουλουρτζής αρνείται να πάρει το τάλιρο (πεντάευρω για τους λιγότερο λούμπεν) και αντιπροτείνει αγαθά «φέρτα μου τη Δευτέρα μάνα μου». Οι κουλουρτζήδες, ως άλλοι προφήτες αυτού του αλλόκοτου όντος που παίρνει αποφάσεις για τη ζωή μας και καθορίζει το ρου των πραγμάτων (;;),  απαντώνται σε συγκεκριμένα σημεία των δρόμων και την ώρα που προσφέρουν το κουλούρι αντί αντιτίμου, σου δίνουν με το βλέμμα τους την απάντηση που ζητάς. Δεν χρειάζεται να μπει σε λόγια, όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. Αγοράσαμε λίγο χρόνο ακόμα. Με υπομονή και πίστη αναμένουμε το επόμενο. (χτύπημα) Καλημέρες.

Υ.Γ. Ένας φίλος έλεγε δεν πιστεύω στο Θεό πιστεύω στον άνθρωπο. Ένας άλλος φίλος πάλι έλεγε ο, τι δεν θέλω να παρουσιάσω σαν δικό μου, λέω ότι το λέει ένας φίλος

Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Μεσα απ' τη ζέστα του σφαγείου ή αλλιώς ΩΔΗ ΣΤΟΥΣ ΧΑΣΑΠΗΔΕΣ

Αυτό που είμαστε, το όλο πράμα ρε παιδί μου, μαλλιά, νύχια, φρύδια, τα μέσα μας, τα άδυτα, τα ανάλεκτα που κολυμπάνε στα μυαλά μας, οι λέξεις που διαλέγουμε να ντύσουμε αυτά που νοιώθουμε είναι το κλου από αυτό που έχουμε βιώσει μέχρι σήμερα, ήτοι σε απλά ελληνικά, το ρεζουμέ του. Μέχρι σήμερα, έχω πιεί καφέδες, έχω καπνίσει τσιγάρα, έχω αδειάσει μπουκάλια, έχω περπατήσει δρόμους, έχω οδηγήσει λεωφόρους, επαρχιακές οδούς, έχω κάτσει σε έδρανα, καρέκλες, πεζοδρόμια, κόκκινα βελούδινα καθίσματα, σέλες ποδηλάτων, έχω διαβάσει, έχω δει, έχω συναντήσει κάθε καρυδιάς καρύδι αλλά τολμώ να πω ότι το μεγαλύτερο φορτίο ευθύνης για αυτό που είμαι σήμερα το έχουν οι χασάπηδες, οι κάθε λογής χασάπηδες, (συμπεριλαμβάνομένου και του κου Μπούμπα από τα Γιάννενα ο οποίος φτιάχνει αυτά τα φανταστικά μοσχαρίσια σουβλάκια που θέλουν ένα λεπτό από τη μία και ένα λεπτό από την άλλη στο τηγάνι για να τα φας και να δακρύσεις από ευχαρίστηση). Οι χασάπηδες που σε κυνηγούν με πραγματικούς ή φανταστικούς μπαλτάδες για να αφανίσουν ή στην καλύτερη να ακρωτηριάσουν την ύπαρξή σου, χύνοντας ρυάκια ή ποτάμια άιμα και αφηνοντάς σε άλλοτε μουδιασμένο χωρίς λόγια να βγαίνουν από το στόμα σου, άλλοτε ζαλισμένο σε κρεβάτια να παραμιλάς από τα φάρμακα, η ακόμα ξαπλωμένο στον καναπέ να βλέπεις σε ένα απόγευμα όλο το Planet Earth με τον David Attenborough χωρίς το pause να είναι μια υπαρκτή επιλογή για το δάχτυλό σου. Με απόλυτο σεβασμό λοιπόν, στον εργολάβο που κάποτε έφτυσε ένα δικηγόρο κατά τη διάρκεια ενός συμβολαίου, σε όλες τις ανάστροφες μούτζες  και παναγίες που έχουν εκτοξευθεί με ακρίβεια σε μπλε yaris, στους γιατρούς που κόβουν τη μιλιά σ' αυτούς που κάθονται στις καρέκλες που βρίσκονται από την άλλη μεριά του γραφείου τους, αξίζει ένα μεγάλο ευχαριστώ. Διότι, για να φχαριστηθείς έναν ελληνικό μέτριο με κάρδαμο στο μπαλκόνι πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσεις πόσο αβάσταχτα εύθραυστη είναι η ανθρώπινη ύπαρξη. Αλλιώς, ευχαριστώ για τα λουλούδια. Δεν έπρεπε.

Υ.Γ

Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

Χέυ φίβερ ή πώς να χρησιμοποιείτε σωστα τα τριγενή δικατάληκτα

Τώρα που μπήκε η άνοιξη και με πιάσαν πάλι οι αλλεργίες μου και ζω σ αυτήν την αόρατη κάσκα αστροναύτη κινούμενη αργά και νωχελικά σε ένα περιβάλλον παντελούς έλλειψης (νοητικής) βαρύτητας σκέφτομαι όλα αυτά τα ρούχα που έχω μαζέψει και περιμένουν από χρόνια αφόρετα διπλωμένα στο ντουλάπι μου από την τρίτη λυκείου. Εγώ καγχάζω περήφανη ότι φοράω το ίδιο νούμερο από τότε και δεν έχω βάλει δράμι, ενώ είναι φορές, καθώς ετοιμάζομαι να βγω, που η αδερφή μου, μου κλείνει την πόρτα της εισόδου με τα χέρια φωνάζοντας "δεν μπορώ να σ' αφήσω να κυκλοφορήσεις έτσι έξω, σε παρακαλώ βάλε κάτι άλλο για το Θεο". Εμένα πάλι δεν με νοιάζει να έιναι καινούρια τα ρούχα που φοράω. Δεν με νοιάζει να ψωνίσω, δεν νομίζω ότι έχω και λεφτά παρεμπιπτόντως. Πρέπει όμως να δίνω μια επίφαση μοδός. Αυτό το καταλαβαίνω. Πάω λοιπόν στο zara (μαγαζάρα) και ψωνίζω δυο τρια τσιτάκια για να μην ντρέπονται οι γύρω μου όταν στενεύει ο κλοιός γύρω μου. Το παλιό το ρούχο μου δίνει μια σιγουριά, μια άνεση, με έχει στηρίξει ρε αδερφέ και δεν μου κάνει καρδιά να το κάνω πέρα. Το καινούριο πάλι είναι λίγο ξένο (γαρούφω, γαρούφω βγαλτο ξένο ρούχο λέει η μάνα μου καμιά φορά) αλλά ίσως με τον καιρό κι αυτό δείξει ένα άλλο πρόσωπο. Δεν τους βγάζω τις ετικέτες μέχρι να γνωριστούμε καλύτερα και πολλές φορές κυκλοφορώ έτσι έξω, με πιάνει κάποιος φίλος να μ' αγκαλιάσει και το χέρι του ακουμπάει τη σκληρή ετικέτα (19,99 €) ανάμεσα στη μπλούζα και στο δέρμα μου και με κοιτάει με μία μικρή λύπηση που κάνω πάλι το ίδιο. Μετά τις δύο, τρεις φορές τις βγάζω τις ετικέτες όμως. Πρέπει να κατεβάσω τα καλοκαιρινά να δω τα ρούχα μου, τα παλιά μου τα αγαπημένα μου που θέλω να τα κρατήσω αλλά δεν έχει νόημα πια. Δεν ξέρω τι θα κάνω. Η άνοιξη είναι καιρός ξεκαθαρίσματος. Εχω και κάτι παλιούς ανθρώπους (όχι παλιανθρώπους, αλλά ανθρώπους από τα παλιά) που τους αγαπάω κι ας μην τους φοράω ποτέ κι αυτούς, δεν ξέρω τι να τους κάνω, δεν μου κάνουν πια νομίζω, αλλά από την άλλη θέλω να τους έχω, δεν μου κάνει καρδιά Πρεπει να αποφασίσω. (Μπορεί και όχι.) Είναι κι αυτό το κωλοβίντατζ που έχει φέρει στη μόδα τα παλιά. Αχ δεν ξέρω έχω μπερδευτεί. Εδώ και χρόνια κάθε φορά που μιλάω ή γράφω και χρησιμοποιώ το επίθετο "παντελής" νοιώθω ότι είναι σε μια γωνιά ο Παντελής Βούλγαρης και μου χαμογελάει. Εγώ, φορώντας όλα μου τα αγαπημένα, αταιριαστα παλιά μου ρούχα, του κλείνω το μάτι με νόημα.

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Πίσσα και πούπουλα

Αγαπητοί αναγνώστες,
μετά από μακρά απουσία και τραγελαφική παλινδρόμηση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας αποφάσισα για άλλη μια φορά να εξασκήσω την παλιά μου τέχνη(κόσκινο) και να αφήσω κατά μέρος μια υπερεπείγουσα δουλειά που πρέπει να γίνει άμεσα για να σας ενημερώσω για τα τεκταινόμενα. Η ζωή μου αυτές τις μέρες θυμίζει σαλούν στην Άγρια Δύση, ήτοι εν μέσω πυροβολισμών, ασταμάτητου παιξίματος πιάνου από έναν συμπαθέστατο πιανίστα που παρακαλεί να μην τον πυροβολούν, μαλλιαρών καοουμπόυδων που πίνουν νερό που καίει προσπαθώ να φτάσω μέχρι το μπαρ και να πείσω τον τύπο που φτύνει μέσα στα ποτήρια και τα σκουπίζει με την πετσέτα του να γυαλίσουν να μου σερβίρει μια πορτοκαλάδα μπλε.
Όπως πολλοί από σας θα φαντάζεστε,
ΚΑΜΙΑ ΤΥΧΗ (αυτό είναι γραμμένο με έντονα κεφαλαία γράμματα για να δώσει έμφαση στη δίηγηση)


Για την ακρίβεια με έχουν πιάσει τέσσερεις και με έχουν στήσει σε μια γωνια σε μια αλάνα έξω από το σαλούν καθώς περιμένουν να φέρουν οι άλλοι την πίσσα για να με ρίξουν μέσα και μετά να με περάσουν από τα πούπουλα (πανέ). Αφημένη και παραδομένη στην άδικη τύχη μου, συνειδητοποιώ ότι ο πιανίστας (επιτέλους;) σταμάτησε να παίζει το πιάνο, ενώ μία περίεργη σιωπή κάνει ακόμα και αυτούς που με κρατάνε να νοιώθουν άβολα όταν ακούγεται μία γνώριμη εισαγωγή και - δεν πιστεύω στα μάτια μου - βγαίνει ο γιώργος νταλάρας με ένα μικρόφωνο.




ε δεν ειναι δυνατόν. δεν υπάρχει λίγη αξιοπρέπεια ούτε σ΄αυτή τη δύσκολη στιγμή μου; (μα που τα μυρίζεται τα βάσανα αυτός ο νταλάρας και βουτάει τα μικρόφωνα και γίνεται το επίκεντρο του ενδιαφέροντος;)
ξαφνικά βγαίνει από το μπαρ ο Ντίνος ο Χριστιανόπουλος, βουτάει από το Νταλάρα το μικρόφωνο, διακόπτωντας μια ομολογουμένως όμορφη στιγμή, καθώς έχουν βγει οι καουμπόυδες από το μπαρ και βαράνε παλαμάκια γύρω γυρω γονατιστοί ενώ ο πιανίστας ρίχνει ζεμπεκιές στο κέντρο με τα μάτια κλειστά, γίνεται απόλυτη ησυχία, ο Χριστιανόπουλος ρίχνει μια χριστοπαναγία που οι τρόποι μου δεν μου επιτρέπουν να την αναπαράγω εδώ, καθώς ενέπλεκε τη μανα του Χριστού με τη μάνα του Γιώργου Νταλάρα -πολύ αριστοτεχνικά οφείλω να ομολογήσω- και απαγγέλει:

και τι δεν κάνατε για να με θάψετε
όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος.


Το πλήθος διστάζει για λίγο και έκθαμβο παρακολουθεί το Χριστιανόπουλο να μεταμορφώνεται σε βιολογική καλλιέργεια στέβιας, αυτού του φοβερού υποκατάστατου ζάχαρης, προχωράμε όλοι (και ο γιώργος) και κόβουμε από δυο τρία φυλλαράκια, μπαίνουμε αγκαλιασμένοι στο μπαρ και πίνουμε βιολογικά μοχίτο που δεν παχαίνουν.
Ήμουν σίγουρη ότι το λίκνο της ποίησης δεν θα με άφηνε να πάω σαν το σκυλί στ' αμπέλι.

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

το νέο ευρώ, ένας απών δήμαρχος, τα ναρκωτικά και πως συνδέονται όλα αυτά με τη μάνα μου.


Η νέα τάξη πραγμάτων έχει και το χαβαλέ της. Ας πούμε εδώ στο γραφείο το νέο νόμισμα είναι τα συνδετηράκια και τα ανταλλακτικά του συρραπτικού. (όλα είναι θέμα προσφοράς και ζήτησης. το να μην μπορείς να πιάσεις με κάποιο τρόπο δύο κόλλες χαρτί μπορεί να ταράξει βάναυσα την εσωτερική σου ηρεμία). Είναι αυτό που λένε καμιά φορά ότι δεν καταλαβαίνεις τη χρησιμότητα ενός μέλους του σώματός σου παρά μόνον αν το χτυπήσεις. Εκεί λοιπόν που είχες τους συνδετήρες και τους πετούσες, τους στράβωνες για να γράψεις το όνομά σου, ή έπιανες αυτό το τσουλούφι που πετάει, τώρα τους φυλάς ως κόρην οφθαλμού και όταν βρίσκεις κανέναν στη τσάντα νοιώθεις όπως όταν κατέβαζες τα χειμερινά και έβρισκες μέσα διπλωμένο πεντακοσάρικο. Οι Αθηναίοι συμπεριφέρονται λες και παίζει στα κοσμικά μεγάφωνα "ανδρεναλίνη, κανένας δεν θα μέίνει, Αθήνα είσαι Καμίνη" (εν προκειμένω στο μυαλό του αθηναίου "η αθήνα" είναι βρισιά και χρησιμοποιείται γαι να απαξιώσει τον πολλά υποσχόμενο δήμαρχο που πριν ενάμιση χρόνο περίπου είχε γεμίσει τις καρδίες μας Ελπίδα. εν προκειμένω στο μυαλό του αθηναίου "η Ελπίδα" είναι η τραγουδίστρια που τραγουδάει στο δήμαρχο, "είναι που λείπεις εσύ"). Προτείνω για άλλη μια φορά αποποινικοποίηση των ναρκωτικών (αφου κάνουν όλοι ούτως ή άλλως, δεν υπάρχουν λεφτά για πέταμα, ελάτε ρε παιδιά, λίγη κατανόηση δηλαδή, να χαλαρώσουμε λίγο) γιατί τα νεύρα όλων είναι πολύ τεντωμένα, ειδικά των οδηγών και είναι πραγματικά κρίμα. Άσε που πήρε και η μάνα μου δίπλωμα προσφάτως και δεν θα ήθελα να τη δω παλουκωμένη στην αυλή μας σαν άλλη νύφη του δράκουλα από κάποιον μανιασμένο παύλα απογοητευμένο οδηγό παύλα φορολογούμενο.  Για όλους τους ανωτέρω λόγους και

με την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μου

ΣΑΣ ΚΑΛΩ ΝΑ ΑΠΟΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΕΤΕ ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ

για τη φουκαριάρα τη μάνα μου